- τηγανίζω
- μετ. жарить (на сковороде);
§ τηγανίζω στο τηγάνι — мучить (кого-л.);
τηγανίζομαι — жариться;
§ σ' 'ένα τηγάνι τηγανίζόμαστε — погов, все мы под богом ходим
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ τηγανίζω στο τηγάνι — мучить (кого-л.);
τηγανίζομαι — жариться;
§ σ' 'ένα τηγάνι τηγανίζόμαστε — погов, все мы под богом ходим
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τηγανίζω — fry in a pres subj act 1st sg τηγανίζω fry in a pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανίζω — τηγανίζω, τηγάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τηγανίζω — ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον] ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον μσν. αρχ. βασανίζω και θανατώνω στην πυρά … Dictionary of Greek
τηγανίζω — τηγάνισα, τηγανίστηκα, τηγανισμένος, ψήνω στο τηγάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τηγανιζομένων — τηγανίζω fry in a pres part mp fem gen pl τηγανίζω fry in a pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανιζόμενον — τηγανίζω fry in a pres part mp masc acc sg τηγανίζω fry in a pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγάνιζε — τηγανίζω fry in a pres imperat act 2nd sg τηγανίζω fry in a imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετηγανισμένος — τηγανίζω fry in a perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετηγανισμένου — τηγανίζω fry in a perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανιζομένην — τηγανίζω fry in a pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανιζομένης — τηγανίζω fry in a pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)